- υπότοπος
- -ον, Ααυτός που υποψιάζεται κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού ρ. ὑποτοπῶ «υποπτεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπότοποι — ὑπότοπος suspicious masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καχυπότοπος — καχυπότοπος, ον (Α) καχύποπτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καχ(ο) (πρβλ. κακ[ο] *, με τροπή τού κ σε χ προ δασέος φθόγγου) + ὑπότοπος «φιλύποπτος»] … Dictionary of Greek
τόπος — ο, ΝΜΑ 1. έκταση γης, μέρος (α. «τόπος προορισμού» β. «ὁ τόπος οὗτος Ἀρμενία καλεῑται», Ξεν.) 2. ορισμένη εδαφική περιοχή, συγκεκριμένη θέση (α. «ο τόπος τού μαρτυρίου» β. «ἴδε ὁ τόπος ὅπου ἔθηκαν αὐτόν», ΚΔ) 3. ο χώρος που καταλαμβάνει ένα… … Dictionary of Greek